Νέα - Ανακοινώσεις

Η δίωξη του βιασμού - ερμηνευτικές παρατηρήσεις στο άρθρο 344ΠΚ

Η δίωξη του βιασμού - ερμηνευτικές παρατηρήσεις στο άρθρο 344ΠΚ

  1. Ευχαριστίες: Περιποιεί τιμή στο πρόσωπό μου η πρόταση της αξιότιμης κυρίας Παναγιώτας Παντελεάκη να συμμετάσχω στο σημερινό συνέδριο. Την ευχαριστώ από καρδιάς. Ευχαριστώ, επίσης, τον εξαίρετο συνάδελφο και διοργανωτή του σημερινού συνεδρίου κύριο Λουκά Προυσανίδη για την πολύτιμη αρωγή του.

Την σημερινή εισήγησή μου θα μου επιτρέψετε να την αφιερώσω στον Δάσκαλό μου, στον αείμνηστο καθηγητή Λάμπρο Μαργαρίτη, η πλούσια αρθρογραφία του οποίου στο περιοδικό «Ποινική Δικαιοσύνη» για την δίωξη του βιασμού, την διαχρονική αντιμετώπισή της και τα ειδικότερα ζητήματα από την άσκησή της αποτέλεσαν  το ερέθισμα και την βάση για την σημερινή μου ομιλία.

  1. Εισαγωγή: Θα μπορούσε με ασφάλεια να λεχθεί, εν είδει εισαγωγής, ότι ο τρόπος διώξεως του εγκλήματος του βιασμού, από άποψη διαχρονικού δικαίου, ούτε σταθερό σημείο αναφοράς είχε ούτε σε αμετάβλητο δικαιολογητικό θεμέλιο στηριζόταν. Οι κατά καιρούς νομοθετικές πρωτοβουλίες για το ζήτημα αυτό, φανερά επηρεασμένες από τις εκάστοτε διαμορφωμένες ιστορικοκοινωνικές συνθήκες, η θεωρητική υποδοχή αυτών των πρωτοβουλιών από την επιστήμη του Ποινικού Δικαίου αλλά και η νομολογιακή εφαρμογή αυτών των επιλογών, διαπνεόμενη από μία κατάδηλη αστάθεια, επιβεβαιώνουν τον εν γένει ετερόκλητο χαρακτήρα του ζητήματος αυτού.

Στο άρθρο 344 ΠΚ ρυθμίζεται ο τρόπος με τον οποίον διώκεται το έγκλημα του βιασμού. Η ισχύουσα διάταξη ορίζει ότι «Στην περίπτωση του άρθρου 336 η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως, αλλά αν ο παθών δηλώσει ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη, ο εισαγγελέας μπορεί να απόσχει οριστικά από την ποινική δίωξη ή, αν αυτή έχει ασκηθεί, να εισαγάγει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, το οποίο μπορεί να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη εκτιμώντας τη δήλωση του θύματος ότι η δημοσιότητα από την ποινική δίωξη θα έχει συνέπεια τον σοβαρό ψυχικό τραυματισμό του.»

Αυτά ορίζει η διάταξη του άρθρου 344 ΠΚ, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 4855/2021 και παραμένει και υπό το καθεστώς του νόμου 5090/2024, αμετάβλητη. Παρά ταύτα, όπως επισημάνθηκε ήδη κατά την εισαγωγή, η διαχρονική αντιμετώπιση του προβλήματος επιβάλλει μία σύντομη ιστορική αναδρομή στις ανά περιόδους νομοθετικές επιλογές σχετικά με τον τρόπο (αυτεπάγγελτο, κατ’ έγκληση ή ένα ιδιόμορφο μικτό σχήμα) διώξεως του εγκλήματος του βιασμού. 

  1. Ποινικός Νόμος 1834: Υπό το καθεστώς προ του (παλαιού) Ποινικού Κώδικα, στο άρθρο 280ΠΝ, το έγκλημα του βιασμού διωκόταν κατά κανόνα ύστερα από έγκληση και κατ’ εξαίρεση αυτεπαγγέλτως. «Επί βιασμού (και αποπλανήσεως εις ασέλγειαν) θήλεος τινός δεν γίνεται ανάκρισις, ουδέ καταγιγνώσκεται ποινή ειμή μόνον κατ’ αίτησιν ή καταμήνυσιν της βιασθείσης (ή αποπλανηθείσης), των γονέων ή επιμελητών αυτής, του επιτρόπου, κηδεμόνος ή συζύγου, παρεκτός μόνον εάν αι πράξεις αύται εξετελέσθησαν παρά των εις τα άρθρα 275 και 276 αναφερόμενων, ή υπό περιστάσεις, οι οποίαι διήγειραν την κοινήν περιέργειαν και επροξένησαν σκανδάλον, ή εάν ο βιασμός είχε το εις άρθρον 273 αρ. 1 ωρισμένον αποτέλεσμα». Αυτό που απασχόλησε, κυρίως την νομολογία του Ανωτάτου Ακυρωτικού, είναι η ερμηνεία και η δικονομική αντανάκλαση των όρων «κοινή περιέργεια και σκάνδαλο» που μετέβαλαν τον τρόπο διώξεως του βιασμού από κατ’ έγκληση σε αυτεπάγγελτο. 
  1. Παλαιός Ποινικός Κώδικας (1492/1950 – 344ΠΚ): Υπό το καθεστώς του παλαιού Ποινικού Κώδικος, καθιερώθηκε πλέον το άρθρο 344 ως το άρθρο που ορίζει τον τρόπο διώξεως όλων των εγκλημάτων κατά των ηθών. Ειδικότερα, το άρθρο 344 εδ. α, στην αρχική του μορφή, όριζε ότι «…όταν το πρόσωπον είναι θήλυ, η ποινική δίωξις χωρεί μόνον επί εγκλήσει». Παρατηρούμε ότι και με την ρύθμιση αυτή συνεχίζει να υφίσταται ο φυλετικός διαχωρισμός ως προς την δίωξη του εγκλήματος του βιασμού, ανάλογα με το εάν το θύμα είναι άρρεν ή θήλυ, επιλογή που θεωρήθηκε ότι δίνει στην παθούσα το δικαίωμα «του περί του παθήματος θορύβου», υπονοώντας βεβαίως, όπως σημειώνει ο Λάμπρος Μαργαρίτης «..ότι το αυτό δικαίωμα δεν αναγνωρίζεται όταν αυτός που υπέστη την ασελγή πράξη είναι αρσενικού φύλου». Επιπροσθέτως, αφαιρέθηκαν οι όροι «κοινή περιέργεια και σκάνδαλο» που θεωρήθηκαν όροι εντελώς αόριστοι και οι οποίοι σε κάθε περίπτωση, ακόμα δηλαδή και αν υφίστανται, δεν θα έπρεπε να αφαιρέσουν το παραπάνω αναφερόμενο στην παθούσα δικαίωμα. Μολαταύτα ο νομοθέτης, με το άρθρο 8 του ΝΔ 4090/1960 προχωρεί σε μία μεταστροφή, επαναφέροντας ξανά αυτούς τους όρους που ίσχυαν προ του 1950, την κοινή δηλαδή περιέργεια και το σκάνδαλο, που καθιστούσαν έτσι αυτεπάγγελτη, κατ’ εξαίρεση, την δίωξη του βιασμού, ρύθμιση που γέννησε πολλά προβλήματα τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο μέχρις ότου να οπισθοχωρήσει για άλλη μία φορά, με το άρθρο 26 του Ν. 495/1976, επαναφέροντας το καθεστώς της αρχικής ρυθμίσεως του ΠΚ/1950, απαλείφοντας τους όρους αυτούς, χωρίς κάποια αιτιολογία, μάλλον επειδή εντέλει προκλήθηκαν περισσότερα προβλήματα από αυτά που στόχευε η ρύθμιση να επιλύσει.

Εδώ, όμως, που θα πρέπει να εστιάσουμε ιδιαίτερα είναι στον νόμο 1419/1984 και στις ουσιαστικές αλλαγές που αυτός επέφερε στο 19ο Κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους του πΠΚ (όπως π.χ. αλλαγή τίτλου του κεφαλαίου), ιδίως σε, στην νομοτυπική μορφή του εγκλήματος του βιασμού και στον τρόπο με τον οποίον αυτό διώκεται, μέσα από την τροποποίηση της έως τότε ισχύουσας διατάξεως του άρθρου 344ΠΚ, που αποτελεί άλλωστε και αντικείμενο της παρούσης εισηγήσεως. Κατά την διάταξη, λοιπόν, του άρθρου 344ΠΚ «Στις περιπτώσεις του άρθρου 336 η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως, ο εισαγγελέας όμως μπορεί κατ’ εξαίρεση με αιτιολογημένη διάταξή του ύστερα από έγκριση του εισαγγελέα εφετών, να απέχει οριστικά από την άσκηση της ποινικής δίωξης ή, αν έχει ασκήσει την ποινική δίωξη, να εισαγάγει την υπόθεση στο αρμόδιο συμβούλιο πλημμελειοδικών. Αυτό μπορεί να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη εκτιμώντας την δήλωση του θύματος ή των κατά το άρθρο 118 προσώπων ότι η δημοσιότητα από την ποινική δίωξη θα έχει ως συνέπεια το σοβαρό ψυχικό τραυματισμό του θύματος».

Καθιερώνεται, λοιπόν, με την ρύθμιση αυτή, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Λάμπρος Μαργαρίτης «ως αρχή η αυτεπάγγελτη δίωξη του βιασμού, με διακηρυγμένους στόχους την μετάθεση του στίγματος από το θύμα στον θύτη, τον περιορισμό της άδηλης (σεξουαλικής) εγκληματικότητας και την αποεμπορευματοποίηση της εγκλήσεως». Παρόλα αυτά, τον παραπάνω κανόνα της αυτεπάγγελτης διώξεως του εγκλήματος του βιασμού φαίνεται να διασπά η δυνατότητα αποχής από την ποινική δίωξη ή οριστικής παύσεως της τελευταίας, μια εξαιρετική πρόβλεψη η οποία προέκυψε κατά την συζήτηση του νομοσχεδίου στη Βουλή (ύστερα από πρόταση του Βουλευτού Ιωάννη Ντεγιάννη) και αποτέλεσε το σημείον της έριδος, τόσο στην επιστήμη (η οποία εκφράστηκε έντονα εστιάζοντας κατά κύριο λόγο όχι στο αυτεπάγγελτο ή μη της διώξεως του βιασμού αλλά στον νέο δυνητικό λόγο οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης εφόσον προηγηθεί σχετική δήλωση του θύματος) αλλά και στην νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων. Ο Καθηγητής, στη σχετική μελέτη του, συγκεφαλαιώνοντας τις παρατηρήσεις της θεωρίας, διαπιστώνει πως «ο βιασμός θα έπρεπε να διώκεται αυτεπαγγέλτως – η αυτεπάγγελτη δίωξη θα έπρεπε να επεκταθεί και στα λοιπά σεξουαλικά εγκλήματα – η υιοθετηθείσα υποχώρηση της αρχής της νομιμότητας υπέρ της αρχής της σκοπιμότητας ουσιαστικά δεν δικαιολογείται και δογματικά εκπέμπει αντιφατικά μηνύματα – σε κάθε περίπτωση, το μικτό σχήμα θα μπορούσε να μην αποκρουστεί αν θεωρούνταν ότι έχει προσωρινό χαρακτήρα για την ομαλή μετάβαση από την κατ’ έγκληση στην χωρίς εξαιρέσεις αυτεπάγγελτη δίωξη».

Παρά το γεγονός ότι εκφράστηκαν επιφυλάξεις, κατά κύριο λόγο από την θεωρία, για τον ιδιόμορφο χαρακτήρα αυτής της διατάξεως, αυτή παρέμεινε ως έχει, με απότοκο να ανακύψουν πλείστα ερμηνευτικά ζητήματα κατά την εφαρμογή αυτής από τα δικαστήρια της ουσίας και κατά των αναιρετικό έλεγχο αυτών. Για λόγους οικονομίας της συζητήσεως επέλεξα να σχολιάσω δύο μόνο από αυτά τα ζητήματα, τα οποία φρονώ ότι θα αποτελέσουν την αφορμή για μία γόνιμη διαλεκτική.

Το σπουδαιότερο, ίσως, ζήτημα το οποίο απασχόλησε επί πολλά έτη την νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, έχει να κάνει με το απώτατο χρονικό όριο υποβολής της δηλώσεως περί ψυχικού τραυματισμού του θύματος κατά τα οριζόμενα στο 344ΠΚ. Ο Άρειος Πάγος εκλήθη, αρχικά, να επιλύσει το ζήτημα εξετάζοντας βουλεύματα των Συμβουλίων Εφετών αλλά και αποφάσεις των δικαστηρίων της ουσίας που εφάρμοσαν το 344ΠΚ και στην επ’ ακροατηρίω διαδικασία, με την κρατούσα, έως τότε, άποψη να υποστηρίζει ότι η περί ου ο λόγος δήλωση του θύματος δύναται να κριθεί το αργότερο μέχρι και την αμετάκλητη παραπομπή, ήτοι και από το Συμβούλιο Εφετών το οποίο δικάζει έφεση κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. (Βλ. ενδ. ΑΠ 1268/1985 με σύμφωνη εισαγγελική πρόταση που αναίρεσε λόγω αρνητικής υπερβάσεως εξουσίας βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών το οποίο απεφάνθη ότι δεν έχει αρμοδιότητα να κρίνει επί της ουσίας της δήλωσης του θύματος κατά 344ΠΚ όπως και την ΑΠ 520/1990 με την οποία ακυρώθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης που έπαυσε κατά 344ΠΚ την δίωξη, καθώς από την γραμματική διατύπωση του άρθρου αποκλείεται η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για παύση της διώξεως). Παρά ταύτα, η προβληματική αυτή επιτάθηκε, αφού υπήρξαν αποφάσεις των δικαστηρίων της ουσίας οι οποίες δέχθηκαν ότι είναι παραδεκτή και η δήλωση του θύματος η οποία, το πρώτον, κατατίθεται ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Όπως εναργώς παρατηρεί ο Λάμπρος Μαργαρίτης « Από την ψήφιση του νόμου έως το 1991 είχαν δημιουργηθεί τέσσερις διαφορετικές τάσεις στη νομολογία, σχετικά με το απώτερο σημείο που δύναται να υποβληθεί η δήλωση του ψυχικού τραυματισμού, ήτοι 1) Τη λήξη της διαδικασίας του ακροατηρίου 2) Την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου 3) Την έκδοση του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών και 4) Την έκδοση του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών.» Την παραπάνω διχογνωμία προσπάθησε να επιλύσει η ΟλομΑΠ 37/1991 (με αντίθετη αγόρευση του Αντεισαγγελέα Δ. Βλάχου) έπειτα από ασκηθείσα υπέρ του νόμου αναίρεση που άσκησε ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κατά αποφάσεως του ΜΟΔ Εδέσσης με το εξής σκεπτικό «..ο κίνδυνος όμως αυτός δεν εξαντλείται με την περάτωση της μη δημόσιας προδικασίας, αλλά κορυφώνεται ιδίως στο ακροατήριο, με την αναπόφευκτη ανάπλαση του εγκληματικού συμβάντος, όπου γι’ αυτό εμφανίζεται αμεσότερος και δεν εκλείπει ούτε με τη διεξαγωγή της συζήτησης κεκλεισμένων των θυρών, αφού και κατ’ αυτήν δεν αποφεύγεται η αναβίωση του τραυματικού γεγονότος. Επομένως, δεν αποκλείεται η υποβολή της δήλωσης του άρθρου 344ΠΚ και ενώπιον του δικαστηρίου, εφόσον ο κίνδυνος τον οποίο εσκόπησε να αποτρέψει η εν λόγω διάταξη, προβάλλει εντονότερος, όπως σημειώθηκε, στο ακροατήριο. Κατά συνέπεια, καίτοι η ανωτέρω διάταξη αναγνωρίζει δικαιοδοσία σε μόνο το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών για την, βάσει της ως άνω δήλωσης, οριστική παύση της ποινικής διώξεως για βιασμό, ωστόσο, κατ’ επιτρεπτή, λόγω του δικονομικού της χαρακτήρα, αναλογική εφαρμογή της, πρέπει να αναγνωρισθεί η ίδια εξουσία και στο δικαστήριο, που δικάζει το έγκλημα του βιασμού, τελειωμένο ή σε απόπειρα..». Η θέση της Ολομέλειας, όπως ευχερώς γίνεται αντιληπτό, έγινε απολύτως σεβαστή από όλα τα δικαστήρια της ουσίας αλλά και από ένα τμήμα της θεωρίας (Ας μην παραβλέψουμε βέβαια την άξια αναφοράς αντίθετη στο ζήτημα αυτό θέση της κ. Συμεωνίδου – Καστανίδου, Η αρχή της αναλογίας κατά την ερμηνεία του άρθρου 344ΠΚ, Υπερ 1992 57 επ.) με τον Λάμπρο Μαργαρίτη να εξάγει το συμπέρασμα ότι «η δήλωση του θύματος περί ψυχικού τραυματισμού επιτρέπεται να υποβληθεί και μέχρι την διαδικασία του ακροατηρίου του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου».

Επικοινωνήστε μαζί μας

Πληροφορίες

Το δικηγορικό γραφείο του Δημήτρη Β. Πράπα και Συνεργατών είναι ένα σύγχρονο δικηγορικό γραφείο με έδρα την Θεσσαλονίκη, επί της οδού Καλαποθάκη 6.

Ο σεβασμός στις ανάγκες του πελάτη και το αίσθημα ευθύνης της ομάδας εγγυώνται την άρτια νομική υποστήριξη σε δικαστικό και εξωδικαστικό επίπεδο.

Image